- πολλαπλασιάσας
- πολλαπλασιά̱σᾱς , πολλαπλασιάζωmultiplyfut part act fem acc pl (doric)πολλαπλασιά̱σᾱς , πολλαπλασιάζωmultiplyfut part act fem gen sg (doric)πολλαπλασιάσᾱς , πολλαπλασιάζωmultiplyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.